εὐθυπομπός

εὐθυπομπός
εὐθῠπομπός
1 guiding straight

πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.7


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευθυπομπός — εὐθυπομπός, όν (Α) αυτός που στέλνει, που οδηγεί κατευθείαν («εὐθυπομπὸς αἰών», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πομπός < πέμπω] …   Dictionary of Greek

  • εὐθυπομπός — guiding straight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”